Ρεγκίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ρεγκίνι | τα | Ρεγκίνια |
γενική | του | Ρεγκινιού & Ρεγκινίου |
των | Ρεγκινιών & Ρεγκινίων |
αιτιατική | το | Ρεγκίνι | τα | Ρεγκίνια |
κλητική | Ρεγκίνι | Ρεγκίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρεγκίνι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾeŋˈɟi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρεγ‐κί‐νι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡεγκίνι ουδέτερο