Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρίτσα οι Ρίτσες
      γενική της Ρίτσας
    αιτιατική τη Ρίτσα τις Ρίτσες
     κλητική Ρίτσα Ρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρίτσα < περικοπή υποκοριστικών θηλυκών ονομάτων με θέμα που λήγει σε +-ίτσα, όπως Ελευθερίτσα (< Ελευθερία + -ίτσα), Αγορίτσα (< Αγόρω). Δείτε και Λίτσα, Νίτσα, Πίτσα[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία