Πώπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πώπος | οι | Πώποι |
γενική | του | Πώπου | των | Πώπων |
αιτιατική | τον | Πώπο | τους | Πώπους |
κλητική | Πώπε & Πώπο |
Πώποι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πώ‐πος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Πώπος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πώπος αρσενικό (θηλυκό Πώπου)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Πώπος < υποκοριστικό του ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πώπος αρσενικό
- (σπάνιο, ιδιωματικό, παρωχημένο) ανδρικό όνομα
- ※ Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μας διηγείται μια ιστορία δύο καλών φίλων από τη Ζάκυνθο, που μεγαλώνουν μαζί στο νησί τους κι έπειτα σπουδάζουν στην Αθήνα, ακολουθώντας, όμως, ο καθένας διαφορετική πορεία. Από τη μία, ο Πώπος Δαγάτορας, μοναχοπαίδι ευκατάστατης οικογένειας ξυλεμπόρων, σπουδάζει για να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Από την άλλη, ο Αντώνης Ρουκάλης, παιδί ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, που στο τέλος καταφέρνει να ανελιχθεί και πάλι κοινωνικά.
- Γρηγόριος Ξενόπουλος, Πλούσιοι και φτωχοί [1926] (Αθήνα: Ψυχογιός, 2023, ISBN 9786180149319), από το οπισθόφυλλο της έκδοσης.
- ※ Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μας διηγείται μια ιστορία δύο καλών φίλων από τη Ζάκυνθο, που μεγαλώνουν μαζί στο νησί τους κι έπειτα σπουδάζουν στην Αθήνα, ακολουθώντας, όμως, ο καθένας διαφορετική πορεία. Από τη μία, ο Πώπος Δαγάτορας, μοναχοπαίδι ευκατάστατης οικογένειας ξυλεμπόρων, σπουδάζει για να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Από την άλλη, ο Αντώνης Ρουκάλης, παιδί ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, που στο τέλος καταφέρνει να ανελιχθεί και πάλι κοινωνικά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- Πώπος : γερμανική Poppo, από το επώνυμο του Γερμανού κλασικού φιλόλογου και παιδαγωγού Ernst Friedrich Poppo (1794-1866)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πώπος αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ανδρικό επώνυμο, εξελληνισμένη μορφή γερμανικού επωνύμου
Πηγές επεξεργασία
- Θουκυδίδου Ξυγγραφής: Τεύχος Β' Βιβλίον Β', «Μετά σημειώσεων ερανισθεισών εκ των εκδόσεων Κρυγέρου, Πώπου & Κλασσενίου, υπό Αριστοτέλους Πανταζή Μισίου, δαπάνη Γ. Κατσουροπούλου, βιβλιοπώλου» (Αθήνα: Τυπογραφείον & Βιβλιοπωλείον Κουσουλίνου και Αθανασιάδου, 1890).