↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νεηλῠδ-
ονομαστική / νέηλυς οἱ/αἱ νεήλυδες
      γενική τοῦ/τῆς νεήλυδος τῶν νεηλύδων
      δοτική τῷ/τῇ νεήλυδ τοῖς/ταῖς νεήλυσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νεήλυδ τοὺς/τὰς νεήλυδᾰς
     κλητική ! νέηλυς νεήλυδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεήλυδε
γεν-δοτ τοῖν  νεηλύδοιν
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
3η κλίση, Κατηγορία 'νέηλυς' όπως «νέηλυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - νέηλυς, -υδος, οδοντικόληκτα


{{grc-κλίση-'νέηλυς'}}


Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νέηλυς' (αρχαία ελληνικά)


  • |παρατήρηση= Προσθέτει στον πίνακα κλίσης μια γραμμή με το κείμενο που θα γράψουμε.
  • |λήμμα= Aν επιθυμούμε να κλίνουμε άλλο λήμμα απ' αυτό της σελίδας όπου βρισκόμαστε.
  • |θέματα=   Επιπλέον γραμμή όπου συμπληρώνουμε προαιρετικά το θέμα με την προσωδία του
  • |αθ=1   Για ουσιαστικά κοινού γένους

Δείτε επίσης

επεξεργασία
Lua logo
Αυτό το πρότυπο
χρησιμοποιεί LUA
Module:grc-nouns-decl/3


Καλείται το Module:grc-nouns-decl.