Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πουλχερίτσα οι Πουλχερίτσες
      γενική της Πουλχερίτσας
    αιτιατική την Πουλχερίτσα τις Πουλχερίτσες
     κλητική Πουλχερίτσα Πουλχερίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πουλχερίτσα < Πουλχερ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pul.çeˈɾi.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πουλχερίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πουλχερί