Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πουλχερία < λατινική Pulcheria

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πουλχερία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία