Δείτε επίσης: Πουλλίτσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /puˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Που‐λί‐τσα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Πουλίτσα < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πουλίτσα
      γενική της Πουλίτσας
    αιτιατική την Πουλίτσα
     κλητική Πουλίτσα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πουλίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Πουλίτσα < γενική ενικού του αρσενικού Πουλίτσας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πουλίτσα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία


  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
Πουλίτσα < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πουλίτσα οι Πουλίτσες
      γενική της Πουλίτσας
    αιτιατική την Πουλίτσα τις Πουλίτσες
     κλητική Πουλίτσα Πουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πουλίτσα θηλυκό


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Πουλίτσα αρσενικό