Πλώθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πλώθεια | ||
γενική | της | Πλώθειας | ||
αιτιατική | την | Πλώθεια | ||
κλητική | Πλώθεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πλώθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πλώθεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈplo.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλώ‐θει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλώθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πλώθεια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Πλώθειᾰ | ||
γενική | τῆς | Πλωθείᾱς | ||
δοτική | τῇ | Πλωθείᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Πλώθειᾰν | ||
κλητική ὦ! | Πλώθειᾰ | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠλώθεια θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Διονύσιος Σουρμελής, Αττικά: ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, (Εν Αθήναις: Τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, 1854), σελ. 33