Πλουτοκλῆς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλουτοκλεεσ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Πλουτοκλῆς | οἱ | Πλουτοκλεῖς | ||||
γενική | τοῦ | Πλουτοκλέους | τῶν | Πλουτοκλέων | ||||
δοτική | τῷ | Πλουτοκλεῖ | τοῖς | — | ||||
αιτιατική | τὸν | Πλουτοκλέα & σπανίως > Πλουτοκλῆ |
τοὺς | Πλουτοκλεῖς | ||||
κλητική ὦ! | Πλουτόκλεις | Πλουτοκλεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | — | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | — | ||||||
Μόνο συνηρημένο. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πλουτοκλῆς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλοῦτ(ος) + -ο- + -κλῆς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλουτοκλῆς αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 14, 2.33 Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα, Βιβλίον Β' @wikisource @scaife.perseus
- πὗτος γὰρ δὴ ἄρχει παῤ αὐτοῖς σατράπας δύο καὶ ὑπάρχους πεποιημένος, Ταραξίωνά τε τὸν Ματαιογένους καὶ Πλουτοκλέα τὸν Φαντασίωνος.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 14, 2.33 Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα, Βιβλίον Β' @wikisource @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- Πλουτοκλῆς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.