ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Πλουτοκλεεσ-
ονομαστική Πλουτοκλῆς οἱ Πλουτοκλεῖς
      γενική τοῦ Πλουτοκλέους τῶν Πλουτοκλέων
      δοτική τῷ Πλουτοκλεῖ τοῖς
    αιτιατική τὸν Πλουτοκλέα
  & σπανίως > Πλουτοκλ
τοὺς Πλουτοκλεῖς
     κλητική ! Πλουτόκλεις Πλουτοκλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν 
Μόνο συνηρημένο.
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πλουτοκλῆς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλοῦτ(ος) + -ο- + -κλῆς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πλουτοκλῆς αρσενικό