Πλατανιστιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.ta.niˈstço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλα‐τα‐νι‐στιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Πλατανιστιώτης < Πλατανιστ(ός) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλατανιστιώτης αρσενικό (θηλυκό Πλατανιστιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Πλατανιστό ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Πλατανιστός
- Πλατανιστιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πλατανιστιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πλατανιστιώτης | οι | Πλατανιστιώτηδες |
γενική | του | Πλατανιστιώτη* | των | Πλατανιστιώτηδων |
αιτιατική | τον | Πλατανιστιώτη | τους | Πλατανιστιώτηδες |
κλητική | Πλατανιστιώτη | Πλατανιστιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πλατανιστιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πλατανιστιώτης < πατριδωνυμικό Πλατανιστιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλατανιστιώτης αρσενικό (θηλυκό Πλατανιστιώτη ή Πλατανιστιώτου)