Πηγιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πη‐γιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πηγιώτης | οι | Πηγιώτες |
γενική | του | Πηγιώτη | των | Πηγιωτών |
αιτιατική | τον | Πηγιώτη | τους | Πηγιώτες |
κλητική | Πηγιώτη | Πηγιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠηγιώτης αρσενικό (θηλυκό Πηγιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Πηγή ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πηγιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πηγιώτης | οι | Πηγιώτηδες |
γενική | του | Πηγιώτη* | των | Πηγιώτηδων |
αιτιατική | τον | Πηγιώτη | τους | Πηγιώτηδες |
κλητική | Πηγιώτη | Πηγιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πηγιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πηγιώτης < πατριδωνυμικό Πηγιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠηγιώτης αρσενικό (θηλυκό Πηγιώτη ή Πηγιώτου)