Παχάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παχάκι | τα | Παχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Παχάκι | τα | Παχάκια |
κλητική | Παχάκι | Παχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παχάκι < Πάχ(η) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈxa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐χά‐κι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαχάκι ουδέτερο