Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Παπαποστόλου οι Παπαποστολαίοι οι Παπαποστόλου
      γενική του/της Παπαποστόλου των Παπαποστολαίων των Παπαποστόλου
    αιτιατική τον/την Παπαποστόλου τους Παπαποστολαίους τους/τις Παπαποστόλου
     κλητική Παπαποστόλου Παπαποστολαίοι Παπαποστόλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παπαποστόλου < παπ- (παπάς) + γενική ενικού του Απόστολος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.pa.poˈsto.lu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐πα‐πο‐στό‐λου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παπαποστόλου αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις Αποστόλης και Απόστολος

Μεταγραφές επεξεργασία