Παλιούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παλιούρι | τα | Παλιούρια |
γενική | του | Παλιουριού & Παλιουρίου |
των | Παλιουριών & Παλιουρίων |
αιτιατική | το | Παλιούρι | τα | Παλιούρια |
κλητική | Παλιούρι | Παλιούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παλιούρι < παλιούρι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈʎu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λιού‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλιούρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Παλιούριον (καθαρεύουσα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Παλιούρι στη Βικιπαίδεια