↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παλαιόμυλος οι Παλαιόμυλοι
      γενική του Παλαιομύλου των Παλαιομύλων
    αιτιατική τον Παλαιόμυλο τους Παλαιομύλους
     κλητική Παλαιόμυλε Παλαιόμυλοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλαιόμυλος < παλαιό- + μύλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.leˈo.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ό‐μυ‐λος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παλαιόμυλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία