↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παλαιομυλίτισσα οι Παλαιομυλίτισσες
      γενική της Παλαιομυλίτισσας των Παλαιομυλιτισσών
    αιτιατική την Παλαιομυλίτισσα τις Παλαιομυλίτισσες
     κλητική Παλαιομυλίτισσα Παλαιομυλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλαιομυλίτισσα < Παλαιομυλίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.o.miˈli.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐μυ‐λί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παλαιομυλίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλαιομυλίτης