Παλαιομυλίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παλαιομυλίτισσα < Παλαιομυλίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.o.miˈli.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐μυ‐λί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιομυλίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παλαιομυλίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Παλαιόμυλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλαιομυλίτης
Παλαιομυλίτισσα
|