Παΐσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παΐσιος | οι | Παΐσιοι |
γενική | του | Παΐσιου & Παϊσίου |
των | Παΐσιων & Παϊσίων |
αιτιατική | τον | Παΐσιο | τους | Παΐσιους & Παϊσίους |
κλητική | Παΐσιε | Παΐσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παΐσιος < ελληνιστική κοινή Παΐσιος[1] [2] / Παήσιος[3] / Παῆσις[4] < κοπτική ⲡⲁⲏⲥⲓ (paēsi) < δημώδης αιγυπτιακή Pa-Ỉs.t (ο εκλεκτός της Ίσιδος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈi.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ΐ‐σι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαΐσιος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Παΐσιος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παΐσιος
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ https://inscriptions.packhum.org/text/79482
- ↑ https://inscriptions.packhum.org/text/217966
- ↑ https://inscriptions.packhum.org/text/219798