Πάστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpa.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐στρα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πάστρα | οι | Πάστρες |
γενική | της | Πάστρας | — | |
αιτιατική | την | Πάστρα | τις | Πάστρες |
κλητική | Πάστρα | Πάστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πάστρα < πάστρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πάστρα θηλυκό
- οικισμός της Κεφαλλονιάς
- βουνό της δυτικής Αττικής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πάστρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Πάστρα < γενική ενικού του αρσενικού Πάστρας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πάστρα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Πάστρα αρσενικό