Πάρθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πάρθος | οι | Πάρθοι |
γενική | του | Πάρθου | των | Πάρθων |
αιτιατική | τον | Πάρθο | τους | Πάρθους |
κλητική | Πάρθε | Πάρθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πάρθος < αρχαία ελληνική Πάρθος < αρχαία περσική 𐎱𐎼𐎰𐎺 (p-r-θ-v /Parθavaʰ/, Παρθία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠάρθος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Πάρθοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πάρθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πάρθος < αρχαία περσική 𐎱𐎼𐎰𐎺 (p-r-θ-v /Parθavaʰ/, Παρθία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠάρθος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Πάρθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.