Νούτσομβρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Νούτσομβρο | ||
γενική | του | Νούτσομβρου | ||
αιτιατική | το | Νούτσομβρο | ||
κλητική | Νούτσομβρο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νούτσομβρο < καθαρεύουσα Νούτσομβρον• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈnu.t͡soɱ.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νού‐τσομ‐βρο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝούτσομβρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) οικισμός της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Υψηλού Χωριού[1]