Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Νούτσομβρο
      γενική του Νούτσομβρου
    αιτιατική το Νούτσομβρο
     κλητική Νούτσομβρο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νούτσομβρο < καθαρεύουσα Νούτσομβρον• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈnu.t͡soɱ.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νού‐τσομ‐βρο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νούτσομβρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927 (λήψη αρχείου PDF)