↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ναυαρίνο τα Ναυαρίνα
      γενική του Ναυαρίνου των Ναυαρίνων
    αιτιατική το Ναυαρίνο τα Ναυαρίνα
     κλητική Ναυαρίνο Ναυαρίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ναυαρίνο < Ναβαρίνο[1] < μεσαιωνική ελληνική Ἀβαρῖνος[2] [3] < πρωτοσλαβική [3] *Avorьnъ[4] < *avorьnъ < *avorъ (σφενδάμι· πβ. σλαβικά ја̏вор: σφενδάμι) + πρωτοσλαβική *-ьnъ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-nós)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /na.vaˈri.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ναυ‐α‐ρί‐νο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ναυαρίνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Η γραφή με –υ– (Ναυαρίνο) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς παρά μόνο παρετυμολογικώς από την επίδραση της αρχαιοελληνικής λέξης ναῦς.
  2. Από την αιτιατική: τὸν Ἀβαρῖνον→ὁ Ναβαρῖνος→το Ναβαρίνο… «Εἰτ’ ἀπ’ ἐκεῖσε διέβη καὶ εἶδε καὶ τὴν Μεθώνην, εἶτα εἰς τὴν Πύλον καὶ τὸν ἈβαρῖνονΓεώργιος Σφραντζής, Χρονικό, 40, 11, 5–6
  3. 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland, εκδ. Verlag der Akademie der Wissenschaften, σειρά: Abhandlungen der Preussischen Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-historische Klasse. Jahrg. 1941 № 12, Βερολίνο ¹1941 (Λειψία ²1970), σελ. 160