Μυρτιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μυρτιάς | οι | Μυρτιάδες |
γενική | του | Μυρτιά | των | Μυρτιάδων |
αιτιατική | τον | Μυρτιά | τους | Μυρτιάδες |
κλητική | Μυρτιά | Μυρτιάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μυρτιάς < μυρτιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miɾˈtças/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μυρ‐τιάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜυρτιάς αρσενικό