Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπουτανέζα οι Μπουτανέζες
      γενική της Μπουτανέζας των Μπουτανέζων
    αιτιατική την Μπουτανέζα τις Μπουτανέζες
     κλητική Μπουτανέζα Μπουτανέζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπουτανέζα < Μπουτανέζ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bu.taˈne.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπου‐τα‐νέ‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπουτανέζα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μπουτανέζος

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Μπουτάν