Μπελεσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /be.leˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐λε‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜπελεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπελεσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος τόπου που ονομάζεται Μπέλεσι ή κατάγεται από κει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Μπέλεσι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μπελεσιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μπελεσιώτης | οι | Μπελεσιώτηδες |
γενική | του | Μπελεσιώτη* | των | Μπελεσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Μπελεσιώτη | τους | Μπελεσιώτηδες |
κλητική | Μπελεσιώτη | Μπελεσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μπελεσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μπελεσιώτης < πατριδωνυμικό Μπελεσιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπελεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπελεσιώτη ή Μπελεσιώτου)