Μοσκοβίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Μοσκοβίτης < Μόσκοβ(ο) (ουδέτερο) ή Μόσκοβ(ος) (αρσενικό) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοσκοβίτης αρσενικό (θηλυκό Μοσκοβίτισσα)
- (πατριδωνυμικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του Μοσχοβίτης, αυτός που καταγόταν από το Μόσκοβο, τη (Μόσχα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μοσκοβίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μοσκοβίτης | οι | Μοσκοβίτηδες |
γενική | του | Μοσκοβίτη* | των | Μοσκοβίτηδων |
αιτιατική | τον | Μοσκοβίτη | τους | Μοσκοβίτηδες |
κλητική | Μοσκοβίτη | Μοσκοβίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μοσκοβίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μοσκοβίτης < πατριδωνυμικό Μοσκοβίτης [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοσκοβίτης αρσενικό (θηλυκό Μοσκοβίτη ή Μοσκοβίτου)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 25.