Μορτερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μορτερό | τα | Μορτερά |
γενική | του | Μορτερού | των | Μορτερών |
αιτιατική | το | Μορτερό | τα | Μορτερά |
κλητική | Μορτερό | Μορτερά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μορτερό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moɾ.teˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μορ‐τε‐ρό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜορτερό ουδέτερο
- συνοικία της Νέας Ερυθραίας στην Αθήνα