↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νέα Ερυθραία οι Νέες Ερυθραίες
      γενική της Νέας Ερυθραίας των Νέων Ερυθραιών
    αιτιατική τη Νέα Ερυθραία τις Νέες Ερυθραίες
     κλητική Νέα Ερυθραία Νέες Ερυθραίες
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νέα Ερυθραία < → δείτε τις λέξεις νέος και Ερυθραία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈne.a e.ɾiˈθɾe.a/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νέα Ερυθραία θηλυκό

  • προάστιο της Αθήνας
    ※  Επτά κυρίες των βορείων προαστίων –τρεις από το Νέο Ψυχικό, δύο από την Πεύκη, μία από τη Νέα Ερυθραία, μία από την Εκάλη– θα έκαναν απόψε ήσυχο ύπνο, χωρίς φαρμακευτική αγωγή, με μοναδική ανακούφιση τις παπαριές μου. (Πέτρος Τατσόπουλος, Η κυρία που λυπάται, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018, ISBN: 978-618-03-1636-0), σελ. 23)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία