Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μητροπήσι τα Μητροπήσια
      γενική του Μητροπησιού των Μητροπησιών
    αιτιατική το Μητροπήσι τα Μητροπήσια
     κλητική Μητροπήσι Μητροπήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μητροπήσι < παραφθορά της ονομασίας του αρχαίου δήμου της περιοχής Αμφιτροπή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.tɾoˈpi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μη‐τρο‐πή‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μητροπήσι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αθηνά (Εν Αθήναις: Επιστημονική Εταιρεία, 1930), σελ. 128