Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Μεζιλτζόγλου οι Μεζιλτζόγλοι
Μεζιλτζογλαίοι
οι Μεζιλτζόγλου
      γενική του/της Μεζιλτζόγλου των Μεζιλτζόγλων
Μεζιλτζογλαίων
των Μεζιλτζόγλου
    αιτιατική τον/τη Μεζιλτζόγλου τους Μεζιλτζόγλους
Μεζιλτζογλαίους
τους/τις Μεζιλτζόγλου
     κλητική Μεζιλτζόγλου Μεζιλτζόγλοι
Μεζιλτζογλαίοι
Μεζιλτζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεζιλτζόγλου < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μεζιλτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μεζιλτζόγλου σελ.144 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.