Μαυρόλογγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαυρόλογγος | οι | Μαυρόλογγοι |
γενική | του | Μαυρόλογγου | των | Μαυρόλογγων |
αιτιατική | τον | Μαυρόλογγο | τους | Μαυρόλογγους |
κλητική | Μαυρόλογγε | Μαυρόλογγοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈvɾo.loŋ.gos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρό‐λογ‐γος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαυρόλογγος αρσενικό
- οικισμός της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαυρόλογγος