ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μαρκελλῖνος οἱ Μαρκελλῖνοι
      γενική τοῦ Μαρκελλίνου τῶν Μαρκελλίνων
      δοτική τῷ Μαρκελλίν τοῖς Μαρκελλίνοις
    αιτιατική τὸν Μαρκελλῖνον τοὺς Μαρκελλίνους
     κλητική ! Μαρκελλῖνε Μαρκελλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μαρκελλίνω
γεν-δοτ τοῖν  Μαρκελλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαρκελλῖνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Marcellinus < Marcellus (Μάρκελλος) + -inus (-ῖνος)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαρκελλῖνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

γνωστοί Μαρκελλῖνοι: