Μαργαριταρένια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαργαριταρένια < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαργαριταρένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαρ‐γα‐ρι‐τα‐ρέ‐νια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαργαριταρένια θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.