Δείτε επίσης: μαργαριταρένια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαργαριταρένια οι Μαργαριταρένιες
      γενική της Μαργαριταρένιας των Μαργαριταρένιων
    αιτιατική τη Μαργαριταρένια τις Μαργαριταρένιες
     κλητική Μαργαριταρένια Μαργαριταρένιες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαργαριταρένια < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαργαριταρένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρ‐γα‐ρι‐τα‐ρέ‐νια

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαργαριταρένια θηλυκό