Μήτρογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Μήτρογλου | οι | Μήτρογλοι & Μητρογλαίοι |
οι | Μήτρογλου |
γενική | του/της | Μήτρογλου | των | Μήτρογλων & Μητρογλαίων |
των | Μήτρογλου |
αιτιατική | τον/τη | Μήτρογλου | τους | Μήτρογλους & Μητρογλαίους |
τους/τις | Μήτρογλου |
κλητική | Μήτρογλου | Μήτρογλοι & Μητρογλαίοι |
Μήτρογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μήτρογλου < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜήτρογλου αρσενικό ή θηλυκό