Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μάντετσι τα Μάντετσια
      γενική του Μαντετσίου των Μαντετσίων
    αιτιατική το Μάντετσι τα Μάντετσια
     κλητική Μάντετσι Μάντετσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μάντετσι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈman.de.t͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μά‐ντε‐τσι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μάντετσι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 206 Α, 28 Σεπτεμβρίου 1927