Μάνεσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μάνεσης < αρβανίτικη manesë (αργοπορία) + -ης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.ne.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μά‐νε‐σης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜάνεσης αρσενικό (θηλυκό Μάνεση)
Συγγενικά
επεξεργασία- Μάνεσι (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μάνεσης στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης, Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης, Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακκελαρίου, 1904