πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λυκόβρυση οι Λυκόβρυσες
      γενική της Λυκόβρυσης των (Λυκοβρυσών)
    αιτιατική τη Λυκόβρυση τις Λυκόβρυσες
     κλητική Λυκόβρυση Λυκόβρυσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυκόβρυση < λύκ(ος) + -ό- + βρύση, ή από παραφθορά της λέξης Γλυκόβρυση[1]

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 35.