Λυκούργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λυκούργος < αρχαία ελληνική Λυκοῦργος < *λύκη (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, φωτεινός) + ἔργον
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λυκούργος αρσενικό
Δείτε επίσης : Λυκοῦργος |
Λυκούργος αρσενικό