ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λυκοπολίτης οἱ Λυκοπολῖται
      γενική τοῦ Λυκοπολίτου τῶν Λυκοπολιτῶν
      δοτική τῷ Λυκοπολίτ τοῖς Λυκοπολίταις
    αιτιατική τὸν Λυκοπολίτην τοὺς Λυκοπολίτᾱς
     κλητική ! Λυκοπολῖτ Λυκοπολῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυκοπολίτ
γεν-δοτ τοῖν  Λυκοπολίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυκοπολίτης < Λυκόπολ(ις) + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λυκοπολίτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)