ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λυκόπολῐς
      γενική τῆς Λυκοπόλεως
      δοτική τῇ Λυκοπόλει
    αιτιατική τὴν Λυκόπολῐν
     κλητική ! Λυκόπολῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυκόπολις < λύκ(ος) + -ό- + -πολις[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λυκόπολις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.  - λήμμα "Asyūṭ"