↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Λεϋῑτα-
ονομαστική Λευΐτης οἱ Λευῗται
      γενική τοῦ Λευΐτου τῶν Λευϊτῶν
      δοτική τῷ Λευΐτ τοῖς Λευΐταις
    αιτιατική τὸν Λευΐτην τοὺς Λευΐτᾱς
     κλητική ! Λευῗτ Λευῗται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λευΐτ
γεν-δοτ τοῖν  Λευΐταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λευΐτης < Λευΐ + -ίτης < εβραϊκή לוי (leví)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λευΐτης [ῑ] αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. μέλος ιουδαϊκής ιερατικής τάξης, από τους απογόνους του Λευΐ
  2. βοηθός ιερέα

Άλλες γραφές

επεξεργασία