Λευΐ
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λευΐ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή לוי (leví)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛευΐ αρσενικό άκλιτο (& Λευΐς) (ελληνιστική κοινή)
- τρίτος γιος του Ιακώβ
- ※ Ἐκάλεσε δὲ Ἰακὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτοῖς (...) Συμεὼν καὶ Λευΐ ἀδελφοί· συνετέλεσαν ἀδικίαν ἐξ αἱρέσεως αὐτῶν. εἰς βουλὴν αὐτῶν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου, καὶ ἐπὶ τῇ συστάσει αὐτῶν μὴ ἐρείσαι τὰ ἥπατά μου, ὅτι ἐν τῷ θυμῷ αὐτῶν ἀπέκτειναν ἀνθρώπους καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ αὐτῶν ἐνευροκόπησαν ταῦρον. (⌘ Γένεσις, Κεφάλαιον μθ', 1-6)
- μία από τις φυλές του Ισραήλ, απόγονοι του Λευΐ
- ιουδαϊκό ανδρικό όνομα