ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λευΐς
      γενική τοῦ Λευΐ
      δοτική τῷ (;)
    αιτιατική τὸν Λευΐν
     κλητική ! (;)
(;) δεν μαρτυρούνται τύποι σε κείμενα.
Μαρτυρείται και Λευΐ, άκλιτο.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Λευΐς' όπως «Λευΐς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λευΐς < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή לוי (leví) + κατάληξη για προσαρμογή στην κλίση

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λευΐς αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) κλιτή μορφή του Λευΐ
    Καὶ μετὰ ταῦτα ἐξῆλθε καὶ ἐθεάσατο τελώνην ὀνόματι Λευΐν, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ καταλιπὼν ἅπαντα ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. καὶ ἐποίησε δοχὴν μεγάλην Λευῒς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἦν ὄχλος τελωνῶν πολὺς καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ' αὐτῶν κατακείμενοι. (Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν, ε', 27-29)

Συγγενικά

επεξεργασία