Λεμονιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.moˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λε‐μο‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λεμονιώτης αρσενικό (θηλυκό Λεμονιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Λεμονιά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Λεμονιά
- Λεμονιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λεμονιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λεμονιώτης | οι | Λεμονιώτηδες |
γενική | του | Λεμονιώτη* | των | Λεμονιώτηδων |
αιτιατική | τον | Λεμονιώτη | τους | Λεμονιώτηδες |
κλητική | Λεμονιώτη | Λεμονιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λεμονιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Λεμονιώτης < πατριδωνυμικό Λεμονιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λεμονιώτης αρσενικό (θηλυκό Λεμονιώτη ή Λεμονιώτου)