Λεβιδιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.viˈðʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λε‐βι‐διώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛεβιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Λεβιδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Λεβίδι ή κατοικεί εκεί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Λεβίδι
- Λεβιδιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λεβιδιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λεβιδιώτης | οι | Λεβιδιώτηδες |
γενική | του | Λεβιδιώτη* | των | Λεβιδιώτηδων |
αιτιατική | τον | Λεβιδιώτη | τους | Λεβιδιώτηδες |
κλητική | Λεβιδιώτη | Λεβιδιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λεβιδιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Λεβιδιώτης < πατριδωνυμικό Λεβιδιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεβιδιώτης αρσενικό (θηλυκό Λεβιδιώτη ή Λεβιδιώτου)