Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Λάστοβο
      γενική του Λαστόβου
Λάστοβου
    αιτιατική το Λάστοβο
     κλητική Λάστοβο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λάστοβο < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης Ластово < ласт(а) (χελιδόνι) + -ово (-οβο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.sto.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λά‐στο‐βο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λάστοβο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 25.  @academia.edu
  2. ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928, σελ.51510, α/α 9246: Τοπική κοινότητα Χελιδόνος