Λάσπη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λάσπη | οι | Λάσπες |
γενική | της | Λάσπης | των | Λασπών |
αιτιατική | τη | Λάσπη | τις | Λάσπες |
κλητική | Λάσπη | Λάσπες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λάσπη < λάσπη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈla.spi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λά‐σπη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λάσπη θηλυκό
- (παρωχημένο) χωριό της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του Αγίου Νικολάου[1]