Δείτε επίσης: κόμμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κόμ‐μα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Κόμμα < γενική ενικού του αρσενικού Κόμμας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόμμα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Κόμμα < εννοείται ο τίτλος Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Κόμμα
      γενική του Κόμματος
    αιτιατική το Κόμμα
     κλητική Κόμμα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κόμμα ουδέτερο

  • (πολιτική) το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), ιδιαίτερα σε κείμενα προσκείμενων σε αυτό
    ⮡  η αναφορά στο «Κόμμα» (με κεφαλαίο Κ), αφορά το ΚΚΕ
    ※  Αμέσως μετά την ανακοίνωση από την κυβέρνηση των νέων περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, το Κόμμα καλύτερα προετοιμασμένο από την προηγούμενη φορά, αναπροσάρμοσε τη δράση του χωρίς να την αναστέλλει (απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κόμμα τα Κόμματα
      γενική του Κόμματος των Κομμάτων
    αιτιατική το Κόμμα τα Κόμματα
     κλητική Κόμμα Κόμματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κόμμα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόμμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία