Κόζιακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κόζιακας | ||
γενική | του | Κόζιακα | ||
αιτιατική | τον | Κόζιακα | ||
κλητική | Κόζιακα | |||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κόζιακας < σλαβικής προέλευσης Козяк / Kozjak < коза / koza (κατσίκα) < πρωτοσλαβική *koza (δέρμα)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.zʝa.kas/ & /ˈko.zia.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐ζια‐κας