Κίσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κίσα | ||
γενική | της | Κίσας | ||
αιτιατική | την | Κίσα | ||
κλητική | Κίσα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κίσα < σλαβικής προέλευσης ки̏ша (kiša, βροχή) / kȉša < πρωτοσλαβική *kysělъ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈci.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κί‐σα