Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορεωνύμιο τα ορεωνύμια
      γενική του ορεωνύμιου
ορεωνυμίου
των ορεωνύμιων
ορεωνυμίων
    αιτιατική το ορεωνύμιο τα ορεωνύμια
     κλητική ορεωνύμιο ορεωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορεωνύμιο < αρχαία ελληνική ὄρος (βουνό) + -ωνύμιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορεωνύμιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία